
Νεκρός από την βουή της μέρας, γκρίζος και αμίλητος, ξαποσταίνει με λιγοστά φώτα να τον νανουρίζουν γλυκά...
Κι εγώ αραγμένος στις τσιμεντόπλακες, με τη σκόνη να μου γαργαλάει τη μουσούδα, απολαμβάνω τη μελωδία του ανθρώπου που παίζει βιολί και τινάζω νωχελικά το αυτί μου. Πιο κάτω, ένα μπαράκι σε καμουφλάζ φιλοδοξεί να χωθεί μέσα στις νότες του «It’s now or never», παίζοντας μια κάπως άτσαλη ποπ μουσική.
Η ώρα είναι 8. Σε λίγο θα περάσουν εκείνες οι δύο κοπελίτσες. Η καστανούλα που μου ρίχνει κάθε φορά που περνάει κλεφτές λιγωμένες ματιές και η φίλη της η ξανθούλα που με πλακώνει στα χάδια και με φωνάζει «Φούσκα»! Στην αρχή ομολογώ μου την είχε σπάσει! Ακούς εκεί Φούσκας! Δε λέω, έχω βάλει μερικά κιλάκια τελευταία αλλά είναι λόγω ηλικίας. Υστερα τα ζύγισα. Μπορώ να υποστώ τα πάντα για ένα χάδι. Ασε που είναι και ομορφούλα!
Μου αρέσουν και τα πρωινά στη Βουκουρεστίου. Μαζεύονται όλοι σιγά-σιγά σαν τις μέλισσες και πιάνουν τα πόστα τους. Ο νεαρούλης με τις εφημερίδες, οι μουσικοί που παίζουν τόσο όμορφα που θέλω να γαβγίσω από τη χαρά μου, οι στυλιζαρισμένες πωλήτριες των χλιδάτων μαγαζιών, ο κύριος με τα κουλούρια και οι σερβιτόροι της Βαλαωρίτου που τους καλοπιάνω για να γεμίζω την αχόρταγη κοιλίτσα μου.
Είναι και εκείνες οι κλωνοποιημένες Κολωνακιώτισσες που βολτάρουν πάνω-κάτω, χαζεύουν τις απλησίαστες Louis Vuitton και κελαηδάνε επιδεικτικά στα κινητά τους. Κόσμος πάνω. Κόσμος κάτω. Άντρες με κουστούμια και bluetooth, πουλάνε και αγοράζουν, άλλοι τρέχουν για δουλειές και άλλοι πάνε για το καθιερωμένο καφεδάκι. Περνούν και μαμάδες με καρότσια. Η γνωστή ατάκα; «Κοίτα αγάπη μου το σκυλάκι»! Ακούς εκεί σκυλάκι, κοτζαμάν σκύλαρος!
Νωρίς το πρωί σκάει μύτη και εκείνη η αχώνευτη στρουμπουλή ξανθιά που δουλεύει στην τράπεζα με το περίεργο όνομα που δε μπορώ να πω. Χασμουριέται επιδεικνύοντας τα κουνελένια δόντια της, με κοιτάει χαζοχαρούμενα λέγοντάς μου κάτι ακατάληπτα για κάποια «Κοντέσα» και όταν εγώ την αγνοώ, μπαίνει στην τράπεζα με αέρα χαλασμένου ανεμιστήρα και αδειάζει σαν σακί στο γραφείο της. (Γ)ουφ...
Από την πρωινή Βουκουρεστίου παρελαύνουν και πολλοί διάσημοι. Κάποιοι μου μιλάνε, κάποιους τους γαβγίζω, άλλοι πάλι είναι αφοσιωμένοι στο τουπέ τους και δεν κοιτούν κάτω από τη μύτη τους.
Προχθές το πρωί πέρασε και η Φωτεινή Πιπιλή με ένα πόδι τούμπανο! Έλεγε σε όσους την ρωτούσαν ότι το έσπασε στη γιορτή της Μπάμιας. Εγώ δεν ξέρω ποια είναι αυτή και ούτε θέλω να μάθω γιατί δεν με κάλεσε στη γιορτή της.
Τελικά το αποφάσισα. Μου αρέσει η Βουκουρεστίου όλες τις ώρες της ημέρας. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει, ανάβει και σβήνει, φωνάζει και σωπαίνει... Είναι το σπίτι μου. Εδώ κοιμάμαι, εδώ ξυπνάω, εδώ τρώω. Πετάγομαι πάνω που και που και ξεσπάω σε χοροπηδηχτά γαβ-γαβ, έτσι για να μου δώσουν σημασία. Μαλώνω τα αυτοκίνητα και τις μηχανές που καβαλάνε τον δικό μου (ολόδικό μου) πεζόδρομο και ύστερα ξεχνιέμαι και σε κάτι γωνιές και αγνοώ επιδεικτικά μουτς-μουτς, βλέμματα και χάδια. Καλά τα περνάω... Ήσυχα και σκυλίσια.
Ουφ! (μουσούδα στο πάτωμα).
Άρχισε πάλι να νυχτώνει... Ψύχρανε ο καιρός και η ξανθοκανελί γούνα μου αρχίζει να δικαιολογεί την ύπαρξή της. Νύσταξα και λίγο... Τα κορίτσια πέρασαν και μου άφησαν ένα μυρωδάτο χάδι για νανούρισμα... Ήρθε λοιπόν η ώρα μου να αποσυρθώ στη γωνίτσα μου, να ξετσιμπουριαστώ λίγο και να σκάσω στον ύπνο. Αν περάσετε ποτέ από δω θα χαρώ πολύ να με χαϊδέψετε...
Φιλάκια! (=σλουρπ σλουρπ)!